διαγέρνω

διαγέρνω
1. επιστρέφω, επανακάμπτω
2. κλίνω προς τα κάτω, γέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + γέρνω* (πρβλ. και γιαγέρνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γιαγέρνω — και διαγέρνω 1. επιστρέφω 2. κατευθύνομαι 3. διαβαίνω, περνώ 4. πέφτω 5. αλλάζω γνώμη 6. επιστρέφω κάτι ή τό ξαναβάζω στη θέση του 7. ανασηκώνω κάτι 8. εγείρω, προκαλώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. γιαγέρνω < διαγέρνω < διεγείρω (πρβλ. για < δια) …   Dictionary of Greek

  • αδιάγερτος — η, ο και αδιάερτος και αδιάρετος και αγιάγερτος και αγιάερτος και αγάερτος 1. (για χρήματα που δανείζονται και δεν επιστρέφονται, «για δανεικά κι αγύριστα») αυτός που δεν επιστρέφεται, δεν αποδίδεται, ανεπίστρεπτος 2. (για τόπο, ιδιαίτερα τον… …   Dictionary of Greek

  • ξαναγιαγέρνω — και ξαναδιαγέρνω 1. επιστρέφω, γυρίζω πάλι πίσω 2. ξανασυμβαίνω, συμβαίνω για δεύτερη φορά 3. ξαναπηγαίνω, πηγαίνω κάπου για δεύτερη φορά 4. έρχομαι ύστερα από κάποιον άλλο, έρχομαι δεύτερος 5. ασχολούμαι πάλι, νοιάζομαι πάλι για κάτι 6.… …   Dictionary of Greek

  • ξεδιαγέρνω — και ξαδιαγέρνω (Μ) 1. επιστρέφω σε προηγούμενη κατάσταση 2. αλλάζω γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + διαγέρνω «επιστρέφω, αλλάζω γνώμη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”